- αινοσοφιστής
- αἰνοσοφιστὴς (-οῡ), ο (Μ) [αἰνός]φοβερός σοφιστής, απατεώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek